αναθαρρύνω

αναθαρρύνω
(Α ἀναθαρρύνω και -θαρσύνω)
1. δίνω θάρρος, εμψυχώνω, ενθαρρύνω
2. ανακτώ το θάρρος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + θαρρύνω, θαρσύνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναθάρρυνση, αναθαρρυντικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναθαρρύνω — θάρρυνα, μτβ., κάνω κάποιον να αναθαρρήσει, ενθαρρύνω: Για να τον αναθαρρύνει του πε και μερικές υπερβολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθάρρυνση — η αναθάρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθαρρύνω. Η. λ μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρυντικός — ή, ό αυτός που φέρνει αναθάρρυνση, ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρσύνω — ἀναθαρσύνω (Α) βλ. αναθαρρύνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”